ιανσενισμός

ιανσενισμός
η αιρετική διδασκαλία τού Ολλανδού θεολόγου Κορνηλίου Ιάνσεν κατά τα τέλη τού 16ου με αρχές τού 17ου αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. jansenism < γαλλ. jansenisme < όνομα τού Cornells Jansen). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Παναγ. Α. Καββαδία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ιανσένιος — (Άκοβ 1585 – Λουβέν 1638). Εξελληνισμένο όνομα του Φλαμανδού θεολόγου Κορνέλις Γιάνσεν (Cornelis Jansen). Μαθητής των ιησουιτών, αρχικά έγινε καθηγητής στη Λουβέν και από το 1635 επίσκοπος της Ιπρ. Η φήμη του εξαπλώθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”